Η συνηθέστερη αντίρρηση για το FairCoin, αυτή που αναπόφευκτα θα ακουστεί, είναι ότι οι ριζοσπάστες δεν πρέπει να ανακατεύονται με το χρήμα κατά κανέναν τρόπο. Αυτό το επιχείρημα ασκεί μια επιφανειακή έλξη, αλλά μια τόσο αφαιρετική άρνηση αναπόφευκτα αυτοακυρώνεται από την ίδια της την ανεδαφικότητα: στον σημερινό κόσμο είμαστε όλοι αναγκασμένοι να χρησιμοποιούμε το ευρώ για τις οικονομικές συναλλαγές μας - αυτός είναι ο ευκολότερος τρόπος να αμφισβητήσουμε μια τέτοια δραματική αξίωση, δείχνοντας ότι η υπάρχουσα νομισματική μονοκαλλιέργεια στερείται της ικανότητος να αντιμετωπίσει σε βάθος χρόνου μια σειρά αλλαγών, ιδιαίτερα αυτές που δεν χωρούν σε ένα απλό και στιγμιαίο σχήμα «είτε-είτε». Ο άλλος τρόπος να εξετάσουμε μια τέτοια κριτική, είναι να δούμε το ιστορικό υπόβαθρο και να την αντικρούσουμε με αυτόν τον τρόπο.
Έτσι, σε μια τέτοια κριτική υπάρχει η προϋπόθεση μιας μοναδικής και αιώνιας έγκυρης αλήθειας, ως προς το τι σημαίνει ή εξυπονοεί ο ριζοσπαστισμός. Αντίθετα, οι πρώτοι ουτοπικοί σοσιαλιστές, όπως ο Owen και ο St. Simon, ασχολούνταν άμεσα με την οργάνωση των συλλογικών εργαλείων και τη μορφή της νέας κοινωνίας με οικονομικούς συνεταιρισμούς. Μια από τις πρώτες έγνοιες του Proudhon ήταν η οργάνωση μιας δίκαιης τράπεζας που θα παρείχε εύκολη κυκλοφορία πιστώσεων σε φτωχούς εργαζόμενους και αγρότες. Αυτά δεν είναι ξεπερασμένες ιδέες. Στην πραγματικότητα, ήταν η υλική βάση για ένα μεγάλο μέρος όσων αργότερα αποτέλεσαν το εργατικό κίνημα, το οποίο είχε πάντα μια ισχυρή συνιστώσα συνεταιρισμών και δημιουργούσε εναλλακτικές οικονομικές λύσεις απέναντι στο επικρατόν σύστημα.
Αυτό φαίνεται και στην ιστορία της ισπανικής επανάστασης του 1936, όπου δεν υπήρχε και τόσο σαφής διάκριση μεταξύ των συνεταιρισμών και του πολιτικού έργου για να δημιουργηθεί ένας νέος και πιο δίκαιος κόσμος. Έτσι, ακόμη και από μια σύντομη μελέτη της ιστορίας, βλέπουμε ότι διάκριση σαν και αυτή που προϋποθέτει αυτή η εξαιρετικά δυϊστική κριτική, δεν υπήρξε πραγματικά στις μεγάλες εξεγερτικές στιγμές του παρελθόντος. Σε ένα ακόμη επίπεδο, θα μπορούσαμε να αναλύσουμε ιστορικά το έδαφος αυτής της κριτικής και να αντιτείνουμε ότι μια τέτοια αφαίρεση και αποσύνδεση μέσων και σκοπού ή επιθυμιών και εργαλείων που απαιτούνται για την επίτευξη αυτών των επιθυμιών, είναι στην πραγματικότητα προϊόν της δικής μας μεταμοντέρνας κοινωνίας, η οποία είναι σαφώς δυσλειτουργική, διεφθαρμένη και εμποτισμένη από τον οικονομισμό, αλλά και με μια διαδεδομένη επιθυμία για αλλαγή, η οποία όμως υπολείπεται σαφών προτάσεων και προγραμμάτων, εξ αιτίας των αποτυχιών των προηγούμενων μοντέλων ριζικής κοινωνικής αλλαγής, τα οποία ήσαν αγκιστρωμένα στο ιδεολόγημα του Κράτους.
Αυτό γενικά σχετίζεται με το ακανθώδες ζήτημα της μετάβασης: στο παρελθόν ήταν πεπεισμένοι ότι θα ήταν ένα μακροπρόθεσμο έργο, και θα μπορούσε κανείς να πει, σταδιακού χαρακτήρα, σε συνδυασμό με στιγμές αλματώδους προόδου. Με άλλα λόγια, η εξέλιξη θα ήταν κάτι σαν αυτό που περιγράφεται στην εξελικτική βιολογία με τον όρο της «σημειακής ισορροπίας». Αυτό σημαίνει αναγκαίους συμβιβασμούς με τον κόσμο του αισθητού, αλλά και την αποφασιστικότητα ότι τέτοιοι συμβιβασμοί θα αποτελούν μερικό βήμα για την αλλαγή αυτού του κόσμου και θα υπάρξει επομένως μια σειρά βημάτων, από τα οποία κανένα δεν θα έχει καθολικό χαρακτήρα, αλλά, με τον σωστό τρόπο και κατεύθυνση, θα οδηγήσει τελικά σε μια υψηλότερη μορφή κοινωνικής προόδου.